Η σκιαμαχία με τις παλαιές, ιστορικές μορφές του φασισμού δεν πρέπει να συγκαλύπτει τις σύγχρονες μορφές ενός πιο ύπουλου και ανομολόγητου φασισμού, που απεργάζεται την υποδούλωση ενός λαού μέσα από εξοντωτικές πολιτικές λιτότητας και καταλύσεως της εθνικής του κυριαρχίας.
του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυς ε. τ.
Σε συζήτηση προσφάτως στο Ευρωκοινοβούλιο για την Ελληνική Προεδρία, στο α' εξάμηνο του 2014, προτάθηκε «ευγενικά» από ηγετικό στέλεχος του Ευρωκοινοβουλίου να παραιτηθεί η Ελλάδα από την Προεδρία της για να κάνει οικονομίες αλλά και λόγω της ανόδου της «Χρυσής Αυγής»! Με απλά λόγια, η Ελλαδα που κατεδαφίζεται κυριολεκτικά με τις πολιτικές των Μνημονίων, παρουσιάζεται επιπλέον ως χώρα που εγκυμονεί κινδύνους για την αναγέννηση του φασισμού στην Ευρώπη και απειλή για τη Δημοκρατία.
Οι κύριοι όμως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι μέχρι το 2009, ημερομηνία ενάρξεως των πολιτικών του Μνημονίου, τα ποσοστά της «Χρυσής Αυγής» ήταν σχεδόν ανύπαρκτα στους πίνακες της στατιστικής. Συγκεκριμένα, στις τελευταίες εκλογές, πριν από το 2009, είχε λάβει 0,23% των ψήφων. Τι ήταν αυτό που εκτίναξε τα ποσοστά της «Χρυσής Αυγής»; Ήταν, κατά πρώτο λόγο, η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε με τη λαθρομετανάστευση και η εμμονή στην ίδια πολιτική ανοχής, που εκφράσθηκε με τον νέο νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια. Ήταν, κατά δεύτερο λόγο, οι πολιτικές των Μνημονίων και η ταύτιση των συστημικών κομμάτων της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα των Μνημονίων. Ένα μέρος της αναπόφευκτης αντιδράσεως εκφράσθηκε προς τον αριστερό χώρο και φούσκωσε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον από κόμμα του 4%-5% σε αξιωματική αντιπολίτευση και διεκδικητή της εξουσίας. Ένα άλλο μέρος εκφράσθηκε προς την κατεύθυνση μιας μετριοπαθούς αντιμνημονιακής Δεξιάς, που πήρε τη μορφή των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων»,και ένα άλλο προς την κατεύθυνση της άκρας Δεξιάς, που κεφαλαιοποιήθηκε από τη «Χρυσή Αυγή».
Η τελευταία, υπό τις τραγικές συνθήκες που δημιούργησε η κρίση, γενίκευσε την αμφισβήτηση και την κριτική της προς τον επίσημο φορέα της συντηρητικής παρατάξεως, τη Νέα Δημοκρατία, για την όλη πολιτική της και την ταύτισή της με την ακραία νεοφιλελεύθερη Ευρωπαϊκή πολιτική, που εκφράζεται με την πολιτική των Μνημονίων. Η προκλητική πολιτική της τρόικας, που κλιμακώνεται συνεχώς με νέες απαιτήσεις κατεδαφίσεως της εθνικής οικονομίας, με άλλοθι τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» και την «ανταγωνιστικότητα»,τροφοδοτεί τις πιο ακραίες και παρουσιαζόμενες ως «αντι-συστημικές» αντιδράσεις.
Πρόσφορο έδαφος παρέχει προς την κατεύθυνση αυτή η αλλαγή του παραδοσιακού κόμματος της συντηρητικής παρατάξεως, που προέκυψε από την εναρμόνισή του με τη γενικότερη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, όπως και του προκατόχου της, υπεστήριζε τη μεικτή οικονομία, την ιδέα της δημόσιας περιουσίας και τον ενεργό ρόλο του κράτους στην αναπτυξιακή πολιτική. Βεβαίως, κατά την περίοδο αυτή κυριαρχούσαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη οι Κεϋνσιανές πολιτικές και η πολιτική του ενεργού ρόλου του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη και στην προώθηση της κοινωνικής ευημερίας.
Η μεγάλη αλλαγή στην πολιτική αυτή άρχισε στη δεκαετία του ’80, με την άνοδο της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και του Ρόναλντ Ρήγκαν στις ΗΠΑ. Η πολιτική τους προετοίμασε τη μεγάλη στροφή που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1989 και την παράλληλη κυριαρχική άνοδο του χρηματιστικού καπιταλισμού των παγκοσμιοποιημένων αγορών του χρήματος.
Το παράδοξο είναι ότι η νέα αυτή μεγάλη νεοφιλελεύθερη στροφή, που έγινε υπό τις κραυγές της νίκης του συστήματος της αγοράς κατά του συστήματος της ελεγχόμενης οικονομίας του υπαρκτού σοσιαλισμού, συνετελέσθη στην Ευρώπη, με κύριους πρωταγωνιστές τα Σοσιαλιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα, που ήταν τότε στην εξουσία. Πολύ χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή και του πνεύματος του καιρού που επικρατούσε, είναι η περίπτωση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είχε ανέλθει θριαμβευτικά στην εξουσία τον Μάιο του 1981.
Το εκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος προέβλεπε μεγάλες εθνικοποιήσεις, δημόσια έργα και έντονη αναπτυξιακή πολιτική, εμπνεόμενο από την εθνική πολιτική που είχε εφαρμόσει ο στρατηγός Ντε Γκωλ αμέσως μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη Γερμανική κατοχή. Σε δύο μόλις χρόνια, η πολιτική αυτή, υπό την πίεση των εσωτερικών και διεθνών δυνάμεων της αγοράς και με άλλοθι μια κοινή πολιτική για την οικοδόμηση της Ευρώπης, εγκατελείφθη. Πήρε τη θέση της, ως Ευρωπαϊκή πολιτική, η πολιτική της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Στην Ελλάδα, τη μεγάλη στροφή στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ ανέλαβε το δίδυμο Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου. Η νεοφιλελεύθερη στροφή στην οικονομία και η «προσαρμογή» στην Ευρωπαϊκή πολιτική συνδυάσθηκε και με πλήρη ανατροπή στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως των διαφορών και αντιφάσεων που υπάρχουν μεταξύ Αμερικανικής πολιτικής και εθνικών συμφερόντων. Είναι η λογική που οδήγησε στο Κυπριακό, π.χ., στο Σχέδιο Ανάν και στην ουσιαστικά άνευ όρων υποστήριξη της Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας ως δήθεν συμφέρουσας στην Ελλάδα.
«Πολυπολιτισμική» κοινωνία
Το δίδυμο Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου πρωτοστάτησε επίσης σε μια περίεργη επιχείρηση μεταλλάξεως του πληθυσμού της χώρας, με το ιδεολόγημα της μετατροπής της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμική» κοινωνία! «Η Ελλάδα», άρχισε να διακηρύσσει ως πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, «πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική»!Από τότε άρχισε η εφαρμογή χαλαρών ελέγχων στα σύνορα, με τη θεωρία των λεγομένων «εύκαμπτων συνόρων» («softfrontiers»), η ανοχή μιας ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως και η παράλληλη προπαγάνδα για τον υποτιθέμενο ρατσισμό των Ελλήνων, η «πολυπολιτισμική» παιδεία, αντιτιθέμενη στην Ελληνική, που είναι στην ουσία της οικουμενική, και τα διάφορα ιδεολογήματα για την ιστορία, τη γλώσσα και την εθνική αποδόμηση, με πρόσχημα τον κοσμοπολιτισμό ενός διεθνούς νεοφιλελευθερισμού.
Πόσο αποδεκτές είναι οι πολιτικές αυτές από τον Ελληνικό λαό φαίνεται από την κατακρήμνιση του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ στο επίπεδο ενός μικρού κόμματος, που είναι ακόμη πίσω και από τη «Χρυσή Αυγή». Οι αιτίες για την πτώση του δεν είναι μόνο αυτές. Υπάρχουν, δυστυχώς, και πολλές άλλες, που συνοψίζονται στα θλιβερά φαινόμενα της κομματοκρατίας και της διαφθοράς που χαρακτηρίζουν την άσκηση της εξουσίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία, όσο και αν θέλει, για προφανείς λόγους, να μην συγχέεται με τη «Χρυσή Αυγή» της Ελλάδος, έχει πολλές πιθανότητες να ’ρθει πρώτο κόμμα στις προσεχείς Ευρωεκλογές. Η Γαλλία δεν είναι οποιαδήποτε χώρα στην Ευρώπη. Ισχυρά ακροδεξιά κόμματα, με αντι-Ευρωπαϊκές θέσεις, υπάρχουν και στις πλούσιες χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία. Ακόμη και εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στην καθ’ όλα δημοκρατική και ευημερούσα Νορβηγία, είχαμε προσφάτως την έκπληξη της πρωτιάς στις εκλογές ενός σαφώς ακροδεξιού κόμματος, στο οποίο κάποτε υπήρξε μέλος ο δράστης της σφαγής στο νησί της Ουτόγια Μπρέιβικ.
Οι αφ’ υψηλού, επομένως, θεωρίες και λοιδορίες κατά της Ελλάδος από Ευρωπαίους εταίρους για τη «Χρυσή Αυγή» είναι προσχηματικές και απαράδεκτες. Η σκιαμαχία με τις παλαιές, ιστορικές μορφές του φασισμού δεν πρέπει να συγκαλύπτει τις σύγχρονες μορφές ενός πιο ύπουλου και ανομολόγητου φασισμού, που απεργάζεται την υποδούλωση ενός λαού μέσα από εξοντωτικές πολιτικές λιτότητας και καταλύσεως της εθνικής του κυριαρχίας.
Η Ευρώπη έχει ανάγκη να επαναφέρει στο κέντρο των συζητήσεών της την ιδέα της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως και να επανεξετάσει ριζικά την ακολουθούμενη πορεία. Οι προοπτικές για κάτι τέτοιο δεν είναι, δυστυχώς, ευοίωνες. Οι πιο ανταγωνιστικές και πλούσιες χώρες, με επικεφαλής τη Γερμανία, πιστεύουν ότι το πρόβλημα των χωρών του Νότου είναι δικό τους βασικά πρόβλημα. Προτείνουν γι’ αυτό ως μόνη λύση την τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση, που θ’ αποτελέσει, υποτίθεται, ένα άλμα προς την πολιτική ενοποίηση και τη λεγόμενη οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης.
Η δημοσιονομική αλληλεγγύη, που θα οικοδομηθεί με τους κανόνες που θα θέσουν οι ισχυρότεροι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αλληλεγγύη που προκύπτει μέσα από την κοινή ανάπτυξη, τη σύγκλιση και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το ζητούμενο είναι η κοινή ανάπτυξη και η αλληλεγγύη. Σε διαφορετική περίπτωση, θα γίνει αναπόφευκτη η στροφή προς τις εθνικές πολιτικές, γιατί θα θεωρηθούν ως οι μόνες δυνατές να παράσχουν προστασία στη δοκιμαζόμενη κοινωνία, να εφαρμόσουν μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική και να εγγυηθούν την εθνική κυριαρχία.
Το δυσάρεστο είναι ότι στη διαδικασία αυτή μπορεί να υπάρξουν ανεξέλεγκτες πολιτικές εξελίξεις και συγκρούσεις, με κινδύνους εσωτερικής αποσταθεροποιήσεως. Είναι το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα και απαιτείται απ’ όλους πνεύμα ανοχής και σύνεση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 206)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου