''Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ παρετήρησε εύστοχα ότι στα γεγονότα έρχεται μια στιγμή που η ποσότητα γίνεται ποιότητα. Αλλάζει δηλαδή χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει ουσιαστικά με την Ελληνική κρίση. Άρχισε, τέσσερα χρόνια πριν, ως οικονομική κρίση. Με την έκτασή της όμως, τις συνέπειές της και τους ανομολόγητους στόχους που επιδιώκονται και προάγονται μέσα από την πολιτική των Μνημονίων, μετεξελίσσεται σε εθνική κρίση γεωπολιτικών διαστάσεων. Η εθνική κρίση εκδηλώνεται ήδη με τρεις κύριες μορφές:
α. το αδιέξοδο στον οικονομικό προσανατολισμό, που δημιουργεί συνθήκες αποσταθεροποιήσεως της χώρας·
β. το πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, που επιδεινώνεται από το συνεχώς μεγεθυνόμενο χάσμα στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Ελλάδος και του κύριου γεωπολιτικού της ανταγωνιστή, της Τουρκίας·
γ. την επικίνδυνη προϊούσα διάσπαση της εθνικής συνοχής της χώρας, που ήταν πάντοτε γι’ αυτήν αναμφισβήτητο στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ξένοι προδιαγράφουν ένα θλιβερό και ανάξιο μέλλον για την Ελλάδα – Μπορεί η Ελλάδα να το δεχθεί;.
Αναλυτικότερα, το αδιέξοδο στον οικονομικό προσανατολισμό προσδιορίζεται από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής και τις προδιαγραφόμενες προοπτικές. Η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν έχει αναπτυξιακούς στόχους. Η ανάπτυξη παραπέμπεται στο μέλλον. Θα προέλθει, υποτίθεται, από τον αυτοματισμό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα με «μεταρρυθμίσεις» ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Η προτασσόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, υπό συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης υφέσεως, επιδιώκεται με τη γνωστή εσωτερική υποτίμηση, εφόσον η συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη αποκλείει την προσφυγή σε οποιουδήποτε είδους εθνική νομισματική υποτίμηση ή διολίσθηση.
Αξιολογώντας τ’ αποτελέσματα της πολιτικής αυτής, διαπιστώνει κανείς μια βίαιη υποβάθμιση του επιπέδου ζωής. Η τελευταία δεν υπολαμβάνεται ως αναγκαίο προσωρινό μέτρο, αλλά ως δομικό στοιχείο μιας υποβαθμισμένης δημοσιονομικής ισορροπίας. Οι Κέρβεροι των Βρυξελλών θα επαγρυπνούν και θα ελέγχουν την ισορροπία αυτή ώστε η Ελλάδα ή κάθε άλλη χώρα να μην δημιουργεί πρόβλημα στην Ευρωζώνη.
Ποιες είναι οι δυνατότητες ασκήσεως μιας αναγκαίας για την Ελλάδα αναπτυξιακής πολιτικής, στο πλαίσιο αυτό; Επιπλέον όμως υπάρχει το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος. Η υποθήκευση όλης της δημόσιας περιουσίας στους δανειστές και η παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας αποτελούν εθνικό όνειδος και απαράδεκτο πλαίσιο για την αντιμετώπιση ενός δημοσίου χρέους, που ούτως ή άλλως είναι μη βιώσιμο, εάν δεν απομειωθεί σημαντικά.
Η τρόικα, ενθαρρυνόμενη από το πλαίσιο αυτό, εμμένει στη δρακόντεια πολιτική της λιτότητας. Επιδιώκει μάλιστα, επιπλέον, την ουσιαστική δήμευση μεγάλου μέρους της ιδιωτικής περιουσίας των πολιτών μέσα από την εξοντωτική υπερφορολόγησή της.
Συμπερασματικά, η καθοδηγούμενη από το Βερολίνο Ευρωπαϊκή πολιτική αντιπαρέρχεται την αρχή της κοινής αναπτύξεως και της αλληλεγγύης που θα έπρεπε να εμπνέει και να διέπει την πολιτική μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αντιθέτως, επωφελείται από τον πλεονεκτικό, ηγεμονικό ρόλο που παρέχει το κοινό νόμισμα στην ισχυρότερη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, επιδιώκει την οικονομική κατάκτηση και εξάρτηση των οικονομικά ασθενεστέρων χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου, που καλούνται να διαδραματίσουν, με το χαμηλό κόστος παραγωγής, έναν ρόλο συμπληρωματικό της ανταγωνιστικότητας της Γερμανικής οικονομίας στη διεθνή αγορά.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά και υπερβαίνουν το στενό οικονομικό πλαίσιο: Είναι δυνατόν η Ελλάδα ν’ αφήσει σε ξένους το εθνικό της μέλλον και το πεπρωμένο της; Είναι δυνατόν να δεχθεί ρόλο δευτέρας τάξεως ως χώρα-μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Είναι δυνατόν να δεχθεί, με αφορμή το χρέος, υποθήκευση για ολόκληρες δεκαετίες της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της; Μπορεί επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι, με υποθηκευμένη και φαλκιδευμένη την εθνική κυριαρχία, παραμένουν αλώβητες η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική διακυβέρνηση;
Τα ερωτήματα αυτά είναι αδυσώπητα και συνδέονται άμεσα με την ανάγκη να διαμορφωθεί μια εθνική στρατηγική, που θα δίνει διέξοδο και προοπτική και θ’ απορρίπτει κάθε είδους εθελοδουλεία. Ακόμη κι αυτήν που προάγεται με τη σημαία μιας δήθεν Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που έχει ταυτισθεί αλόγιστα με την παγκοσμιοποίηση και έχει υποβαθμίσει το Ευρωπαϊκό ιδεώδες σε ζώνη ελευθέρου εμπορίου.
Η κρίση και η οικονομική αποδυνάμωση αυξάνουν τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των αυξανομένων κινδύνων είναι η γειτονική Τουρκία. Οι κίνδυνοι αυτοί εκδηλώνονται σε τρία κύρια πεδία:
α. Στο μεγάλο άνοιγμα της διαφοράς στην αναπτυξιακή δυναμική μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ η Ελλάδα έχασε κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια το 25% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της, η Τουρκία αναπτύσσεται, κατά την τελευταία δεκαετία, με υψηλούς ρυθμούς μεταξύ 5% και 8%.
Για πρώτη φορά, η Ελλάδα υποσκελίζεται από την Τουρκία στην οικονομική ανάπτυξη αλλά παραλλήλως στην παιδεία, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανική ανάπτυξη.
β. Στη θεαματική ανάπτυξη της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και στο πολύ μεγάλο άνοιγμα υπέρ της Τουρκίας της διαφοράς στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Η διαφορά αυτή έχει τεράστια σημασία στο ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών, με δεδομένο το γεγονός ότι η Άγκυρα προβάλλει τις γνωστές αμφισβητήσεις, διεκδικήσεις και βλέψεις για το Αιγαίο, τη Θράκη, την Κύπρο και την ΑΟΖ.
γ. Στις φιλοδοξίες της Άγκυρας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, επενδύοντας στο Οθωμανικό της παρελθόν και στη Μουσουλμανική της ταυτότητα.
Οι προσπάθειες της Άγκυρας προς την κατεύθυνση αυτή δεν έχουν φέρει μέχρι τώρα συγκεκριμένες εξωτερικές επιτυχίες. Αντιθέτως, μπορούν να καταγραφούν στο παθητικό της Τουρκίας ως δεινές ήττες οι αποτυχίες της στη Συρία και στην Αίγυπτο. Μολαταύτα, δεν πρέπει να υποτιμάται η ενίσχυση του διπλωματικού βάρους της Άγκυρας ως αποτέλεσμα της οικονομικής της αναπτύξεως και των γοργά αναπτυσσομένων στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Από την άποψη αυτή, είναι αισθητή η ενισχυμένη παρουσία της και στις γειτονικές μας Βαλκανικές χώρες, με πρώτη την Αλβανία.
Η διάσπαση της εθνικής συνοχής του Ελληνικού χώρου θ’ αποτελούσε γεωπολιτικό πλήγμα για την Ελλάδα
Η Ελλάδα, εκτός από την οικονομική κρίση, με όλες τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της και τους εθνικούς κινδύνους που συνεπάγεται η οικονομική και εξοπλιστική της υστέρηση έναντι της Τουρκίας, αντιμετωπίζει, δυστυχώς, και μια άλλη μεγάλη ασύμμετρη απειλή: τον κίνδυνο διασπάσεως της εθνικής της συνοχής και της «πολυπολιτισμικής», όπως ευσχήμως αναφέρεται, μεταλλάξεως του πληθυσμού της.
Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται κυρίως από τη λαθρομετανάστευση και την ακατανόητη ανοχή που επεδείχθη απέναντί της επί δύο σχεδόν δεκαετίες. Ο κίνδυνος αυτός ενισχύεται σήμερα από τη μαζική μετανάστευση των νέων και την καταστροφική πτώση του δείκτη γεννήσεων. Ενισχύεται επίσης από την άκριτη αποδοχή της προπαγάνδας και των ιδεολογημάτων που προωθεί επιτηδείως και καθιστά νόμους του κράτους η παγκοσμιοποίηση.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις και απειλές που αφορούν την ίδια την εθνική της υπόσταση και το εθνικό της μέλλον. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος σε όλη την πραγματική του διάσταση θα είναι και η αρχή για τη διαμόρφωση επιτέλους ενός εθνικού σχεδίου και μιας εθνικής στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση και την ανασυγκρότηση της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 212)
Αναλυτικότερα, το αδιέξοδο στον οικονομικό προσανατολισμό προσδιορίζεται από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής και τις προδιαγραφόμενες προοπτικές. Η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν έχει αναπτυξιακούς στόχους. Η ανάπτυξη παραπέμπεται στο μέλλον. Θα προέλθει, υποτίθεται, από τον αυτοματισμό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα με «μεταρρυθμίσεις» ακραίου νεοφιλελευθερισμού.
Η προτασσόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, υπό συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης υφέσεως, επιδιώκεται με τη γνωστή εσωτερική υποτίμηση, εφόσον η συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη αποκλείει την προσφυγή σε οποιουδήποτε είδους εθνική νομισματική υποτίμηση ή διολίσθηση.
Αξιολογώντας τ’ αποτελέσματα της πολιτικής αυτής, διαπιστώνει κανείς μια βίαιη υποβάθμιση του επιπέδου ζωής. Η τελευταία δεν υπολαμβάνεται ως αναγκαίο προσωρινό μέτρο, αλλά ως δομικό στοιχείο μιας υποβαθμισμένης δημοσιονομικής ισορροπίας. Οι Κέρβεροι των Βρυξελλών θα επαγρυπνούν και θα ελέγχουν την ισορροπία αυτή ώστε η Ελλάδα ή κάθε άλλη χώρα να μην δημιουργεί πρόβλημα στην Ευρωζώνη.
Ποιες είναι οι δυνατότητες ασκήσεως μιας αναγκαίας για την Ελλάδα αναπτυξιακής πολιτικής, στο πλαίσιο αυτό; Επιπλέον όμως υπάρχει το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος. Η υποθήκευση όλης της δημόσιας περιουσίας στους δανειστές και η παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας αποτελούν εθνικό όνειδος και απαράδεκτο πλαίσιο για την αντιμετώπιση ενός δημοσίου χρέους, που ούτως ή άλλως είναι μη βιώσιμο, εάν δεν απομειωθεί σημαντικά.
Η τρόικα, ενθαρρυνόμενη από το πλαίσιο αυτό, εμμένει στη δρακόντεια πολιτική της λιτότητας. Επιδιώκει μάλιστα, επιπλέον, την ουσιαστική δήμευση μεγάλου μέρους της ιδιωτικής περιουσίας των πολιτών μέσα από την εξοντωτική υπερφορολόγησή της.
Συμπερασματικά, η καθοδηγούμενη από το Βερολίνο Ευρωπαϊκή πολιτική αντιπαρέρχεται την αρχή της κοινής αναπτύξεως και της αλληλεγγύης που θα έπρεπε να εμπνέει και να διέπει την πολιτική μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αντιθέτως, επωφελείται από τον πλεονεκτικό, ηγεμονικό ρόλο που παρέχει το κοινό νόμισμα στην ισχυρότερη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, επιδιώκει την οικονομική κατάκτηση και εξάρτηση των οικονομικά ασθενεστέρων χωρών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου, που καλούνται να διαδραματίσουν, με το χαμηλό κόστος παραγωγής, έναν ρόλο συμπληρωματικό της ανταγωνιστικότητας της Γερμανικής οικονομίας στη διεθνή αγορά.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά και υπερβαίνουν το στενό οικονομικό πλαίσιο: Είναι δυνατόν η Ελλάδα ν’ αφήσει σε ξένους το εθνικό της μέλλον και το πεπρωμένο της; Είναι δυνατόν να δεχθεί ρόλο δευτέρας τάξεως ως χώρα-μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Είναι δυνατόν να δεχθεί, με αφορμή το χρέος, υποθήκευση για ολόκληρες δεκαετίες της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της; Μπορεί επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι, με υποθηκευμένη και φαλκιδευμένη την εθνική κυριαρχία, παραμένουν αλώβητες η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική διακυβέρνηση;
Τα ερωτήματα αυτά είναι αδυσώπητα και συνδέονται άμεσα με την ανάγκη να διαμορφωθεί μια εθνική στρατηγική, που θα δίνει διέξοδο και προοπτική και θ’ απορρίπτει κάθε είδους εθελοδουλεία. Ακόμη κι αυτήν που προάγεται με τη σημαία μιας δήθεν Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που έχει ταυτισθεί αλόγιστα με την παγκοσμιοποίηση και έχει υποβαθμίσει το Ευρωπαϊκό ιδεώδες σε ζώνη ελευθέρου εμπορίου.
Η κρίση και η οικονομική αποδυνάμωση αυξάνουν τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των αυξανομένων κινδύνων είναι η γειτονική Τουρκία. Οι κίνδυνοι αυτοί εκδηλώνονται σε τρία κύρια πεδία:
α. Στο μεγάλο άνοιγμα της διαφοράς στην αναπτυξιακή δυναμική μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ η Ελλάδα έχασε κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια το 25% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της, η Τουρκία αναπτύσσεται, κατά την τελευταία δεκαετία, με υψηλούς ρυθμούς μεταξύ 5% και 8%.
Για πρώτη φορά, η Ελλάδα υποσκελίζεται από την Τουρκία στην οικονομική ανάπτυξη αλλά παραλλήλως στην παιδεία, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανική ανάπτυξη.
β. Στη θεαματική ανάπτυξη της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και στο πολύ μεγάλο άνοιγμα υπέρ της Τουρκίας της διαφοράς στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Η διαφορά αυτή έχει τεράστια σημασία στο ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών, με δεδομένο το γεγονός ότι η Άγκυρα προβάλλει τις γνωστές αμφισβητήσεις, διεκδικήσεις και βλέψεις για το Αιγαίο, τη Θράκη, την Κύπρο και την ΑΟΖ.
γ. Στις φιλοδοξίες της Άγκυρας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, επενδύοντας στο Οθωμανικό της παρελθόν και στη Μουσουλμανική της ταυτότητα.
Οι προσπάθειες της Άγκυρας προς την κατεύθυνση αυτή δεν έχουν φέρει μέχρι τώρα συγκεκριμένες εξωτερικές επιτυχίες. Αντιθέτως, μπορούν να καταγραφούν στο παθητικό της Τουρκίας ως δεινές ήττες οι αποτυχίες της στη Συρία και στην Αίγυπτο. Μολαταύτα, δεν πρέπει να υποτιμάται η ενίσχυση του διπλωματικού βάρους της Άγκυρας ως αποτέλεσμα της οικονομικής της αναπτύξεως και των γοργά αναπτυσσομένων στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Από την άποψη αυτή, είναι αισθητή η ενισχυμένη παρουσία της και στις γειτονικές μας Βαλκανικές χώρες, με πρώτη την Αλβανία.
Η διάσπαση της εθνικής συνοχής του Ελληνικού χώρου θ’ αποτελούσε γεωπολιτικό πλήγμα για την Ελλάδα
Η Ελλάδα, εκτός από την οικονομική κρίση, με όλες τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της και τους εθνικούς κινδύνους που συνεπάγεται η οικονομική και εξοπλιστική της υστέρηση έναντι της Τουρκίας, αντιμετωπίζει, δυστυχώς, και μια άλλη μεγάλη ασύμμετρη απειλή: τον κίνδυνο διασπάσεως της εθνικής της συνοχής και της «πολυπολιτισμικής», όπως ευσχήμως αναφέρεται, μεταλλάξεως του πληθυσμού της.
Ο κίνδυνος αυτός προέρχεται κυρίως από τη λαθρομετανάστευση και την ακατανόητη ανοχή που επεδείχθη απέναντί της επί δύο σχεδόν δεκαετίες. Ο κίνδυνος αυτός ενισχύεται σήμερα από τη μαζική μετανάστευση των νέων και την καταστροφική πτώση του δείκτη γεννήσεων. Ενισχύεται επίσης από την άκριτη αποδοχή της προπαγάνδας και των ιδεολογημάτων που προωθεί επιτηδείως και καθιστά νόμους του κράτους η παγκοσμιοποίηση.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις και απειλές που αφορούν την ίδια την εθνική της υπόσταση και το εθνικό της μέλλον. Η συνειδητοποίηση του προβλήματος σε όλη την πραγματική του διάσταση θα είναι και η αρχή για τη διαμόρφωση επιτέλους ενός εθνικού σχεδίου και μιας εθνικής στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση και την ανασυγκρότηση της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 212)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου